πλεονέκτημα — advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτημα — το ΝΜΑ [πλεονεκτώ]·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», Δημοσθ.) 2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο,… … Dictionary of Greek
πλεονέκτημ' — πλεονέκτημα , πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτημάτων — πλεονέκτημα advantage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήμασι — πλεονέκτημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήμασιν — πλεονέκτημα advantage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματα — πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματι — πλεονέκτημα advantage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτήματος — πλεονέκτημα advantage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek